λυτῷ

λυτῷ
λυτός
that may be untied
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυτώ — λυτός that may be untied masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιολυτώ — κοιλιολυτῶ, έω (Α) προκαλώ λύση τής κοιλιάς, δηλ. διευκολύνω την κένωση, ενεργώ καθαρτικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρο λυτώ, ευ λυτώ] …   Dictionary of Greek

  • ομβρολυτώ — ὀμβρολυτῶ, έω (Α) αφήνω κάτι να τρέξει σαν βροχή, εκχύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρο λυτώ, χρεω λυτώ] …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυτώ — και χρεολυτῶ, έω, Α 1. εξοφλώ χρέος 2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + λυτῶ (< λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο λυτῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”